αλαφροκαύκαλος

αλαφροκαύκαλος
αλαφροκέφαλος, αλαφροκούκουλος, η , ο глупый, нелепый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλαφροκαύκαλος" в других словарях:

  • αλαφροκαύκαλος — η, ο ο αλαφροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + καύκαλο] …   Dictionary of Greek

  • αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»